- Ἁλικαρνασσέα
- Ἁλικαρνασσέᾱ , Ἁλικαρνασσεύςfrom Halicarnassusmasc/fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἁλικαρνασσέας — Ἁλικαρνασσέᾱς , Ἁλικαρνασσεύς from Halicarnassus masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκύλαξ — Ονομαστός γεωγράφος και θαλασσοπόρος από τα Καρύανδα της Καρίας, γι’ αυτό και ονομαζόταν Καρυανδεύς. Κατά τον Ηρόδοτο, ο Δαρείος τον έστειλε (521 485 π.Χ.) να εξερευνήσει τις ασιατικές ακτές, μαζί με άλλους εξερευνητές. Αυτοί αποπειράθηκαν τον… … Dictionary of Greek
σύνθεση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος μαζί με άλλο, η αρμονική ένωση μερών ή στοιχείων του, για να δημιουργηθεί από αυτά ένα σύνολο, η συναρμολόγηση. Στη γραμματική, σ. λέγεται η ένωση δύο λέξεων σε μία, όπως π.χ. των λ. αστραπή και βροντή = αστραπόβροντο … Dictionary of Greek
Αίλιος Τούμπερος — Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Φίλος του Κικέρωνα, που έγινε το 49 π.Χ. διοικητής Αφρικής. Ο Αινεσίδημος του αφιέρωσε τους Πυρρωνείους λόγους του. Έγραψε μια ιστορική μελέτη σε 14 τόμους, που αφορούσε την περίοδο από την ίδρυση… … Dictionary of Greek
Ακτιστίτες — Αιρετικοί χριστιανοί του 6ου αι. μ.Χ., άμεσοι συνεχιστές των Αφθαρτοδοκιστών. Οι Α. υποστήριζαν ότι το σώμα του Χριστού ήταν άκτιστο, δηλαδή άυλο και πνευματικόσαν τη θεία ουσία, και αρνούνταν έτσι την πραγματική διαφορά της θεότητας και της… … Dictionary of Greek
Αλικαρνασσός — I Αρχαία πόλη και λιμάνι της Καρίας, στη θέση της σημερινής μικρής τουρκικής πόλης Μπουντρούμ. Την ίδρυσαν Έλληνες, σύμφωνα με την παράδοση Τροιζήνιοι, γύρω στο 1000 π.Χ. Από τον 6o έως τον 3o αι. π.Χ. είχε νομισματοκοπείο, δείγμα μεγάλης… … Dictionary of Greek
Ασκάνιος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ηγεμόνας των Φρυγών, που βοήθησαν τους Τρώες. 2. Ηγεμόνας των Μυσών, σύμμαχος των Τρώων. 3. Γιος του Αινεία και της Κρέουσας, που έφυγε με τον πατέρα του από την Τροία, όπου αργότερα γύρισε, σύμφωνα με μια εκδοχή,… … Dictionary of Greek
Ετρούσκοι — Αρχαίος λαός της Ιταλικής χερσονήσου. Οι Ε. υπήρξαν ο σημαντικότερος από τους λαούς που έζησαν στην Ιταλία πριν από τους Ρωμαίους και ο οποίος κατόρθωσε να επικρατήσει σε ένα μεγάλο μέρος της χερσονήσου και να δώσει δείγματα υψηλού πολιτισμού. Οι … Dictionary of Greek
Κράτιππος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Αθηναίος ιστορικός (4ος; αι. π.Χ.). Σύμφωνα με τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα υπήρξε σύγχρονος του Θουκυδίδη και συμπλήρωσε την ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου, φθάνοντας έως την καταστροφή του… … Dictionary of Greek
Λάχαρης — (5ος αι. μ.Χ.). Αθηναίος σοφιστής και ρητοροδιδάσκαλος. Υπήρξε ένας από τους τελευταίους αξιόλογους Έλληνες ρήτορες. Στο λεξικό της Σούδας αναφέρονται διάφορα έργα του, από τα οποία το πιο αξιόλογο τιτλοφορείται Περί κώλου και κόμματος και… … Dictionary of Greek